- δαυκίτης
- δαυκίτης οἶνος, wine flavoured with δαῦκος Κρητικός, Dsc.5.60.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δαυκίτης — δαυκίτης, ο (Α) [δαύκος] φρ. «δαυκίτης οἶνος» κρασί αρωματισμένο με καρότο … Dictionary of Greek